- κάτοιδα
- κάτοιδα (Α)1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.)2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ' οὐ κάτοιδ' ἐγὼ κάρα», Ευρ.)3. φρ. «οὐ κατειδώς» — ασυνείδητα, ακούσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οἶδα «γνωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.